ριβονουκλεάση

ριβονουκλεάση
η, Ν
(βιοχ.) ένζυμο τού οποίου η αμινοξική ακολουθία είναι πλήρως γνωστή και το οποίο καταλύει ειδικά την υδρόλυση τών ριβονουκλεϊκών οξέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ribonuclease < ribonucleic (βλ. ριβονουκλεϊκός) + -ase].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιστιδίνη — Αμινοξύ που βρίσκεται σε πολλούς ζωικούς και φυτικούς ιστούς. Ανήκει στα θετικά φορτισμένα αμινοξέα και επειδή το ισοηλεκτρικό της σημείο βρίσκεται κοντά στο ουδέτερο pH, μπορεί να λειτουργεί είτε ως δότης είτε ως δέκτης ηλεκτρονίων κατά τις… …   Dictionary of Greek

  • τακαδιάσταση — η, Ν (βιοχ.) ριβονουκλεάση η οποία διασπά ειδικά το ριβονουκλεϊκό οξύ (RNΑ) στο επίπεδο ενός δεσμού, όπου υπεισέρχεται η γουανίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. taka diastase, εμπορική ονομασία] …   Dictionary of Greek

  • ιντερφερόνες — Oυσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από τα κύτταρα όλων των σπονδυλωτών, όταν αυτά μολυνθούν με οποιονδήποτε ιό. Οι ουσίες αυτές επιδρούν στα γειτονικά κύτταρα, τα οποία αποκτούν ένα είδος πρόσκαιρης ανοσίας προς οποιονδήποτε ιό και επομένως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”